- αρμολόγηση
- και -λογιά, η [αρμολογώ]η συναρμολόγηση, η τοποθέτηση αντικειμένων ή εξαρτημάτων ώστε να συνδυάζονται οι αρμοί τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek